εξαλβανισμός

εξαλβανισμός
ο
η μεταβολή κάποιου σε Αλβανό ή σε αλβανικό.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εξαλβανισμός — ο [εξαλβανίζω] η μεταβολή σε Αλβανό ή σε κάτι αλβανικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”